- βιβλιοφόρος
- βιβλιοφόρος και βιβλιαφόρος, ο (Α)ο γραμματοκομιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιαφόρος — βιβλιαφόρος, ον (Α) βλ. βιβλιοφόρος … Dictionary of Greek
ՀՐԵՇՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0140 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. ՀՐԵՇՏԱԿ ἅγγελος angelus. գրի եւ ՀՐՇՏԱԿ. (լծ. պ. ֆիրիստէ, ֆէրիզթէ որ է Առաքեալ, եւ Թեւաւոր.) Պատգամաւոր երկնային. դեսպան աստուծոյ՝ զուարթուն երկնից. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)